οξοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οξοποίηση | οι | οξοποιήσεις |
γενική | της | οξοποίησης* | των | οξοποιήσεων |
αιτιατική | την | οξοποίηση | τις | οξοποιήσεις |
κλητική | οξοποίηση | οξοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οξοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οξοποίηση θηλυκό
- η παρασκευή ξιδιού και η σχετική διαδικασία
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οξοποίηση
|