οξυγραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οξυγραφία < οξύ + -γραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οξυγραφία θηλυκό
- μέθοδος χαρακτικής, σύμφωνα με την οποία, ένα ισχυρό οξύ κόβει τα μη προστατευμένα μέρη μιας επιφάνειας μετάλλων, για να δημιουργήσει ένα σχέδιο στο μέταλλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οξυγραφία
|