οξυδέρκεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οξυδέρκεια < μεσαιωνική ελληνική οξυδέρκεια < αρχαία ελληνική ὀξυδερκής < ὀξύς + δέρκομαι (=βλέπω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οξυδέρκεια θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οξυδέρκεια