οξυοξύ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οξυοξύ < οξύ + οξύ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οξυοξύ ουδέτερο (γενική: ΄΄οξυοξέος, πληθυντικός: οξυοξέα)

  • (χημεία) οποιαδήποτε χημική ένωση που φέρει στο μόριό της υδροξύλιο και καρβοξύλιο
  • (συνεκδοχικά): οποιοδήποτε οξύ που στο μόριό του περιέχει οξυγόνο.
    στον πληθυντικό τα οξυοξέα αποτελούν ειδική κατηγορία χημικών ενώσεων

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]