οπλοδόκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οπλοδόκη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὁπλοδόκη. Συγχρονικά αναλύεται σε οπλο- + -δόκη < δέχομαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.ploˈðo.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πλο‐δό‐κη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οπλοδόκη θηλυκό @ (ναυτικός όρος) ξύλινη κατασκευή όπου τοποθετούνται κατακόρυφα τα όπλα και βρίσκεται στους θαλάμους του Πολεμικού Ναυτικού [1]
- (ναυτικός όρος, παρωχημένο) διαμέρισμα σε ιστιοφόρα πολεμικά πλοία για την όρθια τοποθέτηση όπλων [2]
- ↪ Η οπλοδόκη του ιστιοφόρου χωριζόταν σε οπλοθήκη, δορατοδόκη και πυραυλοδόκη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οπλοδόκη
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ «ὁπλοδόκη» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα οπλο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δόκη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)