οπλονομείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.plo.noˈmi.o/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οπλονομείο ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) το γραφείο ενός οπλονόμου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οπλονομείο