οπτασιαστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπτασιαστής οι οπτασιαστές
      γενική του οπτασιαστή των οπτασιαστών
    αιτιατική τον οπτασιαστή τους οπτασιαστές
     κλητική οπτασιαστή οπτασιαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οπτασιαστής < (οπτασιάζομαι) οπτασιασ- + -τής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική visionnaire

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.pta.si.aˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πτα‐σι‐α‐στής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οπτασιαστής αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)