οπότε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: όποτε, ὁπότε, ὅποτε

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπότε < αρχαία ελληνική ὁπότε

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

οπότε

  • (χρονικός και συμπερασματικός) και άρα, και επομένως
    Δουλεύω αύριο, οπότε δεν μπορώ να έρθω.
  • (με και) τότε, σε εκείνο το χρονικό διάστημα
    Το τάγμα αναπτύχθηκε κατά τον 8ο αι., οπότε και κτίσθηκε ένας νέος ναός.

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]