ορειχαλκωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορειχαλκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ορειχαλκώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]ορειχαλκωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ορειχαλκώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορειχαλκωμένος
|