ορθοδοντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορθοδοντικός < ορθοδοντική + -ός[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]ορθοδοντικός, -ή, -ό αρσενικό
- σχετικός με την ορθοδοντική
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ορθοδοντία, ορθός και δόντι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορθοδοντικός
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορθοδοντικός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου ορθοδοντικός[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορθοδοντικός αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 ορθοδοντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)