ορθοπαντογράφημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορθοπαντογράφημα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthopantomography + -ημα < αρχαία ελληνική ὀρθός + πᾶς + γράφω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορθοπαντογράφημα ουδέτερο
- (οδοντιατρική) ακτινογραφία που βγαίνει από ορθοπαντογράφο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ορθοπαντογράφος, ορθός, πας και γράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορθοπαντογράφημα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ημα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οδοντιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)