ορθοτονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορθοτονία < ορθότονος + -ία < ελληνιστική κοινή ὀρθότονος < αρχαία ελληνική ὀρθός + τόνος (< τείνω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορθοτονία θηλυκό
- ο σωστός / ορθός τονισμός
- άλλες μορφές: ορθοτόνηση
- (γραμματική) η παραμονή / διαφύλαξη του τόνου μιας λέξης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορθοτονία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)