ορθόβουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορθόβουλος < αρχαία ελληνική ὀρθόβουλος[1] < ὀρθός + βουλή
Επίθετο
[επεξεργασία]ορθόβουλος, -η / (-ος), -ο
- (αρχαιοπρεπές) που έχει ορθή βουλή / σκέψη / απόφαση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορθόβουλος
|
- ↑ ὀρθόβουλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.