οριστικοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οριστικοποιώ < οριστικός + ποιώ

οριστικοποιώ

  1. κάνω κάτι οριστικό
    Οριστικοποιώ το θέμα και δεν δέχομαι διαφωνίες.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]