ορκοδοσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορκοδοσία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ορκοδοτικός
- ορκοδοτώ
- → δείτε τις λέξεις όρκος και δίνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορκοδοσία
|