ορμέμφυτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορμέμφυτος < ορμή + έμφυτος < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Naturtrieb < Natur (φύση) + Trieb (παρόρμηση)
Επίθετο
[επεξεργασία]ορμέμφυτος, -η, -ο
- που εκδηλώνεται αυτόματα, παρορμητικά, ενστικτωδώς
- ※ Ὁ Βούκιος κι ὁ Λεωνής, ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ποὺ ἀντίκρυσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, μισήθηκαν. Εἶταν ἕνα μίσος ὁρμέμφυτο, σκοτεινό, ἀναίτιο, ἀκατανόητο καὶ γιὰ τοῦτο τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα τὰ εἴδη τοῦ μίσους, ἕνα γνήσιο πάθος ὄπως ὁ ἀληθινός ἔρωτας.
- Γιώργος Θεοτοκάς, Λεωνής
- ≈ συνώνυμα: ενστικτώδης, (απροσχεδίαστος)
- ※ Ὁ Βούκιος κι ὁ Λεωνής, ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ποὺ ἀντίκρυσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, μισήθηκαν. Εἶταν ἕνα μίσος ὁρμέμφυτο, σκοτεινό, ἀναίτιο, ἀκατανόητο καὶ γιὰ τοῦτο τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα τὰ εἴδη τοῦ μίσους, ἕνα γνήσιο πάθος ὄπως ὁ ἀληθινός ἔρωτας.
- (ουσιαστικοποιημένο) ορμέμφυτο: το ένστικτο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορμέμφυτος
→ δείτε τη λέξη ενστικτώδης |