ορνιθοπώλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορνιθοπώλης < ελληνιστική κοινή ὀρνιθοπώλης < αρχαία ελληνική ὄρνις + πωλέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορνιθοπώλης αρσενικό
- (λόγιο) ιδιοκτήτης ορνιθοπωλείου ή εργαζόμενος σ’ αυτό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορνιθοπώλης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)