ορονοσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορονοσία θηλυκό
- οξεία αυτοπεριοριζόμενη νόσος που εμφανίζεται 6 ως 8 μέρες μετά την ένεση μιας άγνωστης για τον οργανισμό πρωτεΐνης (πχ. μετά τη χορήγηση ορού αλόγου) και χαρακτηρίζεται από πυρετό, αρθραλγίες, αγγειΐτιδα και οξεία σπειραματονεφρίτιδα.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορονοσία
|