οροφοκομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οροφοκομία < όροφ(ος) + -ο- + -κομία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική housekeeping)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οροφοκομία θηλυκό
- (νεολογισμός) το ξενοδοχειακό τμήμα που ασχολείται με την εξυπηρέτηση (καθαρισμό και εφοδιασμό) των δωματίων των ορόφων των ξενοδοχείων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οροφοκομία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κομία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)