ορρωδώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀρρωδῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ορρωδώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀρρωδέω / ὀρρωδῶ[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.ɾoˈðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐ρω‐δώ

ορρωδώ, πρτ.: ορρωδούσα, αόρ.: ορρώδησα (χωρίς παθητική φωνή)

  • χάνω το θάρρος μου, σταματώ, λιποψυχώ ή διστάζω
    ※  –[...]Ούτε μπροστά σε θηλυκό κροκόδειλο ορρωδείς;
    1956, Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]