οσιομάρτυρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | οσιομάρτυρας | οι | οσιομάρτυρες |
γενική | του του/της |
οσιομάρτυρα οσιομάρτυρος |
των | οσιομαρτύρων |
αιτιατική | τον/την | οσιομάρτυρα | τους/τις | οσιομάρτυρες |
κλητική | οσιομάρτυρα | οσιομάρτυρες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οσιομάρτυρας < οσιομάρτυς < όσιος + μάρτυς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οσιομάρτυρας αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οσιομάρτυρας
|