οστεώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οστεώνω < μεσαιωνική ελληνική ὀστεόω[1] + -ώνω < αρχαία ελληνική ὀστέον

οστεώνω (παθητική φωνή: οστεώνομαι)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. ὀστεόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)