οστπολιτίκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οστπολιτίκ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Ostpolitik < Ost (ɔst, ανατολή) < πρωτογερμανική *austrą) + Politik < αρχαία ελληνική πολιτικός < πόλις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οστπολιτίκ θηλυκό άκλιτο
- (πολιτική, ιστορία)) η εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ της Δυτικής Γερμανίας και της Ανατολικής Ευρώπης, και ιδιαίτερα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ή Ανατολικής Γερμανίας) που ξεκίνησε το 1969
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- νέα ανατολική πολιτική
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οστπολιτίκ
Κατηγορίες:
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)