οστρακόδερμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οστρακόδερμο < αρχαία ελληνική ὀστρακόδερμον, ουδέτερο του ὀστρακόδερμος < ὄστρακον + δέρμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οστρακόδερμο ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- οστρακόδερμος
- → δείτε τις λέξεις όστρακο και δέρμα