ουρίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουρίτσα | οι | ουρίτσες |
γενική | της | ουρίτσας | — | |
αιτιατική | την | ουρίτσα | τις | ουρίτσες |
κλητική | ουρίτσα | ουρίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουρίτσα < ουρά + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουρίτσα θηλυκό
- μικρή ουρά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουρίτσα
|