ουρηθραίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ουρηθραίο

  1. ουρηθραίος, στην αιτιατική του ενικού

ουρηθραίο, ουδέτερο του ουρηθραίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού