ουρηθραίοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ουρηθραίοι

  1. ουρηθραίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. ουρηθραίος, στην κλητική του πληθυντικού