ουροογκολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουροογκολογία < ουρο- + ογκολογία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική urooncology)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουροογκολογία θηλυκό
- (ιατρική) κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη διάγνωση, τη θεραπεία και τη διαχείριση των όγκων του ουροποιητικού συστήματος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουροογκολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ουρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)