ουσιαστικοποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /u.si.a.sti.ko.piˈu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐σι‐α‐στι‐κο‐ποι‐ού‐μαι
- ομόηχο: ουσιαστικοποιούμε
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ουσιαστικοποιούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος ουσιαστικοποιώ