ουσιοεξάρτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουσιοεξάρτηση οι ουσιοεξαρτήσεις
      γενική της ουσιοεξάρτησης των ουσιοεξαρτήσεων
    αιτιατική την ουσιοεξάρτηση τις ουσιοεξαρτήσεις
     κλητική ουσιοεξάρτηση ουσιοεξαρτήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ουσιοεξάρτηση < ουσί(ες) + -ο- + εξάρτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ουσιοεξάρτηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)