ουχρονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουχρονία (νεολογισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική uchronie < αρχαία ελληνική οὐ + αρχαία ελληνική χρόνος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουχρονία θηλυκό
- (κινηματογράφος, λογοτεχνία) κατηγορία έργων που γράφουν διαφορετικά την ιστορία βασιζόμενα στην μετατροπή ενός γεγονότος του παρελθόντος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουχρονία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)