οφθαλμοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οφθαλμοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ophthalmoscope < αρχαία ελληνική ὀφθαλμός + σκοπέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οφθαλμοσκόπιο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις οφθαλμοσκόπηση, οφθαλμός και σκοπώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οφθαλμοσκόπιο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)