οφιόλιθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οφιόλιθος οι οφιόλιθοι
      γενική του οφιόλιθου
οφιολίθου
των οφιόλιθων
οφιολίθων
    αιτιατική τον οφιόλιθο τους οφιόλιθους
οφιολίθους
     κλητική οφιόλιθε οφιόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οφιόλιθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ophiolite < αρχαία ελληνική ὄφις + λίθος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οφιόλιθος αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]