οψυγιάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οψυγιάς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οψυγιάς αρσενικό

  • το μέρος που ξεραίνουν την σταφίδα.υπαρχουν δυο τυποι ο κλασικος στο εδαφος και ο κρεμαστος.