ούρτσουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ούρτσουλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ούρτσουλο ουδέτερο
- (κεφαλονίτικο ιδίωμα) κρύο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ούρτσουλο
|