ούτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ούτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ut < αραβική اود (ūd)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ούτι ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) ένα έγχορδο παραδοσιακό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο ηχείο και κοντό βραχίονα, ένα είδος λαούτου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ούτι στη Βικιπαίδεια