οἰδέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οἰδέω < λείπει η ετυμολογία

οἰδέω / οἰδῶ (συνηρημένο)

  1. πρήζομαι, εξογκώνομαι, φουσκώνω
  2. (μεταφορικά) καυχιέμαι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Το ρήμα οἰδέω, δεν απαντά σε όλους τους χρόνους. Αναφέρεται από τον Όμηρο (Ιλιάδα 1, 354) και τον Πλάτωνα (Φαίδρος 251ε)