οὖζος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οὖζος < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (δείτε τουρκική öz, üzüm (σταφύλι)) [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οὖζος αρσενικό

  1. (φυτό) η παιωνία, η δαμασκηνιά
  2. (κατ’ επέκταση) απόσταγμα δαμάσκηνων
  3. (κατ’ επέκταση) χυμός

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

από τα ιταλικά:

Αναφορές

[επεξεργασία]