οὗλλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε: ούλος, οὗλος, οὕλος, οὗλλος, ούλλος, οὖλος, οὖλον, -ουλός

Επίθετο

[επεξεργασία]

οὗλλος

  • 5.13.1.1. ὅλος (σελ.1188) - The Cambridge Grammar of Medieval and Early Modern Greek. (2019) [Η Γραμματική του Κέμπριτζ για τα μεσαιωνικά και πρώιμα νέα ελληνικά] (στα αγγλικά) Των David Holton, Geoffrey Horrocks, Marjolijne Janssen, Tina Lendari, Io Manolessou & Notis Toufexis. Cambridge University Press. 4 τόμοι. DOIεισαγωγή
    ※  When spellings with <λλ> occur in texts from areas which have geminate forms today, they may possibly reflect a true geminate phonetic realization, e.g. ὀλλα τους τὰ καλλά, τά ἐχουν / ὅλα τους τὰ καλὰ τὰ ἔχουν [&hellipl;] Equally, they may be a quirk of spelling, with possible influence of ἄλλος.
  • → και δείτε  οὗλος#Πηγές