πάω κατά διαόλου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πάω κατά διαόλου < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση

[επεξεργασία]

πάω κατά διαόλου

  1. αποτυγχάνω, εξελίσσομαι αρνητικά, πάω από το κακό στο χειρότερο
    έχασε τη δουλειά του και τα οικονομικά του πάνε κατά διαόλου

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]