πάω περίπατο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάω περίπατο < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
[επεξεργασία]πάω περίπατο
- (ειρωνικό) (για πράγματα, καταστάσεις κλπ) χάνομαι ή καταστρέφομαι οριστικά, εξαφανίζομαι
- τώρ,α με αυτήν την κρίση, πάνε περίπατο οι διακοπές στις Μπαχάμες που κανονίζαμε
- μόλις βολεύτηκε στη νέα του θέση πήγαν περίπατο και οι ιδέες, και οι φιλίες και όλα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πάω περίπατο
|