πέμπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πέμπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέμπω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpem.bo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέ‐μπω
παλιότερος συλλαβισμός: πέμ‐πω

πέμπω, πρτ.: έπεμπα, στ.μέλλ.: θα πέμψω, αόρ.: έπεμψα, παθ.φωνή: πέμπομαι, π.αόρ.: πέμφθηκα

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα -πέμπω και δείτε τα συγγενικά τους:

πομπ-

άλλα σύνθετα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πέμπω < θέμα πεμπ που σε διάφορους χρόνους γίνεται πομφ λόγω ετεροίωσης και δάσυνσης
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  πέμπω   πέμπομαι 
Παρατατικός  ἒπεμπον   ἐπεμπόμην 
Μέλλοντας  πέμψω   πέμψομαι & πεμφθήσομαι 
Αόριστος  ἒπεμψα   ἐπεμψάμην & ἐπέμφθην 
Παρακείμενος  πέπομφα   πέπεμμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐπεπόμφειν   ἐπεπέμμην 
Συντελ.Μέλλ.

πέμπω

  1. στέλνω
  2. φέρνω, μεταφέρω
  3. ρίχνω, εξακοντίζω
  4. αποπέμπω, απολύω
  5. εκπέμπω
  6. οδηγώ
  7. συνοδεύω
  8. παρακολουθώ
  9. προσκαλώ
  10. φροντίζω κάποιος να σταλεί ή να έρθει

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]