πέρα βρέχει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πέρα βρέχει < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση

[επεξεργασία]

πέρα βρέχει

  1. επιρρηματικά η αδιαφορία
    του είπανε ότι έχει πέσει ο τοίχος στην πίσω αυλή και αυτός πέρα βρέχει, σαν να μην το άκουσε καθόλου

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]