πέρπυρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέρπυρο τα πέρπυρα
      γενική του περπύρου
πέρπυρου
των περπύρων
    αιτιατική το πέρπυρο τα πέρπυρα
     κλητική πέρπυρο πέρπυρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πέρπυρο < υπέρπυρο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpeɾ.pi.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέρ‐πυ‐ρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πέρπυρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πέρπυρο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]