πέσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πέσο

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πέσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πέφτω
  2. θα πέσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πέφτω