πέτσιασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέτσιασμα τα πετσιάσματα
      γενική του πετσιάσματος των πετσιασμάτων
    αιτιατική το πέτσιασμα τα πετσιάσματα
     κλητική πέτσιασμα πετσιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πέτσιασμα < πετσιάζω + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πέτσιασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]