πέτσωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πέτσωμα ουδέτερο
- επικάλυψη με πετσί, δέρμα
- το σανίδωμα της στέγης όπου πατάνε τα κεραμίδια
- (ναυπηγικός όρος, ιδιωματικό) το περίβλημα σκάφους
- χρηματική παροχή από ταμείο για ύποπτες υπηρεσίες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πέτσωμα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.