πίθηκας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πίθηκας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πίθηκας (el) αρσενικό και μπίθηκας (el) αρσενικό
- βλ. πίθηκος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πίθηκας
|