πίνακας ελέγχου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πίνακας ελέγχου < πίνακας & έλεγχος στη γενική ενικού, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική control panel
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]πίνακας ελέγχου αρσενικό
- (τεχνολογία) επιφάνεια με όργανα μέτρησης, ενδεικτικές λυχνίες ή άλλες παρόμοιες διατάξεις ελέγχου, καθώς και διακοπτών ή άλλων εξαρτημάτων για τον έλεγχο της λειτουργίας ενός συστήματος, μηχανήματος
- ↪ ο πίνακας ελέγχου ενός αεροσκάφους περιλαμβάνει δίαφορα όργανα μέτρησης που δείχνουν μεταξύ άλλων το υψόμετρο, την ταχύτητα του αέρα, την ποσότητα των καυσίμων κ.α.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πίνακας ελέγχου
Κατηγορίες:
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)