πίνοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]πίνοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πίνω
- ↪ Νομίζεις ότι θα την ξεχάσεις πίνοντας όλη μέρα;
- ↪ Πίνοντας στην πλατεία, είδα τον Κώστα